γκαρσονιέρα

γκαρσονιέρα
η жилище холостяка; холостая квартира

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γκαρσονιέρα" в других словарях:

  • γκαρσονιέρα — η διαμέρισμα ενός δωματίου, συνήθως για ανύπαντρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garconniere < garcon «αγόρι»] …   Dictionary of Greek

  • γκαρσονιέρα — η μικρό διαμέρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Chronis Exarhakos — Hronis Exarhakos Χρόνης Εξαρχάκος Born November 21, 1915 Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Hronis Exarhakos (Greek: Χρόνης Εξαρχάκος, 1932 September 27, 1984) was a Greek actor …   Wikipedia

  • -ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλντερ, Μπίλι — (Billy Wilder, Βιέννη 1906 – Καλιφόρνια 2002). Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, αλλά ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και μετά με το σενάριο. Από το 1929 έως …   Dictionary of Greek

  • Λέμον, Τζακ — (John Uhler «Jack» Lemmon III, Βοστόνη 1925 – 2001). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως παραγωγός ραδιοφώνου. Στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο, ενώ αργότερα συνέχισε ως ηθοποιός της… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Λέιν, Σίρλεϊ — (Shirley MacLaine, Βιρτζίνια 1934 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε μπαλέτο στην Ουάσινγκτον και μεταπήδησε μάλλον τυχαία στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, όταν σε ηλικία 20 ετών και ως μέλος του χορού επελέγη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»